Η προστυχιά των λιμανιών, τα μπορντέλα, η ενοχή και η περιπλάνηση

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΥΠΝΩΤΙΖΕΙ


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΪΛΑΚΗ

Kατά καιρούς τον έχουν αποκαλέσει ποιητή του ταξιδιού και της φυγής, του εξωτισμού και του κοσμοπολιτισμού, της θάλασσας και της περιπέτειας. Και, βέβαια, ο Νίκος Καββαδίας (1910- 1975) κατάφερε -όσο κανένας άλλος- να δημιουργήσει έναν μυθικό κόσμο γεμάτο με μαχαίρια, ανεμόσκαλες, καραβοφάναρα, πληρωμένους έρωτες, παράξενες ζωγραφιές κεντημένες στο κορμί, μεθύσια, καβγάδες, αρρώστιες τροπικές και βοτάνια για τον πυρετό, σμήνη πουλιών και λιμάνια σκοτεινά, μουσώνες, τρικυμίες, πληγές θανατερές, μπαρ του λιμανιού, καταγώγια και μπορντέλα.
Πίσω, όμως, από την κρούστα του εξωτισμού βρίσκεται μία εξαιρετικά προσεγμένη ποίηση με κρυμμένα νοήματα, με λέξεις αμφίσημες και αλληγορικές, με φωτοσκιάσεις εντάσεων και σιωπών η οποία οφείλει -ως ένα βαθμό- την αξία της στην αίσθηση του «χειροποίητου» που αφήνει στον αναγνώστη: ό,τι δηλαδή φαίνεται απλό και αυθόρμητο, εμπεριέχει την περισυλλογή, τη δοκιμασία και την προσπάθεια. Αλλά και ένα αξεδιάλυτο μυστήριο και μία σκοτεινή γοητεία που ναρκώνει.
Σε κάθε περίπτωση, η προσωπικότητα του Καββαδία είναι εκείνη που πρωτίστως καθιστά την ποίησή του τόσο σαγηνευτική.
Ετσι, η έμφυτη επιθυμία του για περιπλάνηση, μαζί με έναν αθεράπευτα συναισθηματικό ρομαντισμό και μία λεπτή διαπεραστική θλίψη, θα αποτυπωθούν -ήδη από τα πρώτα του ποιήματα- με μια ασυνήθιστη ωριμότητα.
Μόλις στα 23 του χρόνια, λοιπόν, θα εκδώσει με δικά του έξοδα την πρώτη ποιητική συλλογή του «Μαραμπού»- το όνομα ενός «καταραμένου» πουλιού των τροπικών χωρών: η επιτυχία ήρθε χωρίς καθυστέρηση και ο Νίκος Καββαδίας γίνεται αμέσως γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Ηδη σε αυτά τα ποιήματα διαφαίνεται ο εξομολογητικός τόνος, το μελοδραματικό στοιχείο, η μοναξιά του ατελείωτου ταξιδιού, η έντονα νοσταλγική διάθεση και μια υπόγεια μελαγχολία. Πέρα, ωστόσο, από αυτά, ανιχνεύεται «μια αληθινή καλλιτεχνική προσωπικότητα», ένας χαρισματικός ποιητής που γνωρίζει πώς ακριβώς να εκφραστεί, χρησιμοποιώντας επιδέξια και συχνά απρόσμενα το υλικό του.
Πάντως, η υποβλητική σκηνογραφία με εικόνες της ναυτικής ζωής, της ανοιχτής θάλασσας και των μακρινών λιμανιών συμπληρώνεται μοναδικά από την ίδια τη -παραδοσιακή κατά τα άλλα- στιχουργική του, με τον μουσικό κυματισμό και τις ευφάνταστες λύσεις που δίνει στην ομοιοκαταληξία του. Θα ακολουθήσει η δεύτερη συλλογή ποιημάτων του, το «Πούσι» (1947), το μοναδικό μυθιστόρημά του «Βάρδια» (1954) και το τελευταίο βιβλίο με ποιήματά του, το «Τραβέρσο», που θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 1975, δύο μήνες μετά τον θάνατό του.
Με το «Πούσι», όμως, ουσιαστικά εγκαταλείπει τον παραδοσιακό ομαλό χρόνο της αφήγησης, ενώ το προσωπικό βίωμα δίδεται, πλέον, μέσα από μία ελλειπτικότητα: «Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς/ κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους,/ Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους/ στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς».
Στη «Βάρδια», πάλι, οι ναυτικές ιστορίες που παρατίθενται -άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε σχεδόν παραισθητικές – αποδίδουν δεξιοτεχνικά τα ανθρώπινα ψυχικά τοπία σε συνθήκες τυχοδιωκτισμού, μέθης, πορνείας, σύφιλης και θανάτου. Τέλος, στο «Τραβέρσο» ο Καββαδίας κινείται στο ίδιο κλίμα, αλλά γίνεται καθολικότερος, πιο βαθύς, με την εξομολόγηση να συναντά την κραυγή: «Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,/ όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές./ Σκοτώνει, πες μου ο χωρισμός; -Ματώνει, δε σκοτώνει./ Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές».
Η περίπτωση Καββαδία παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, αφού η ζωή και το έργο του αποτελούν ένα αξεδιάλυτο μείγμα εμπειριών και επινοήσεων, με τις ναυτικές ιστορίες που παρατίθενται -άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε σχεδόν παραισθητικές- να αποδίδουν εξαιρετικά τα ανθρώπινα ψυχικά τοπία σε συνθήκες τυχοδιωκτισμού, μέθης, πορνείας, σύφιλης και θανάτου. Με τη συμπλήρωση 40 χρόνων από τον θάνατο του Νίκου Καββαδία, οι εκδόσεις Aγρα τιμούν τη μνήμη του ποιητή με την φωτολιθογραφική ανατύπωση της πολυτελούς καλλιτεχνικής έκδοσης της συλλογής «Πούσι» του 1947 από τις Εκδόσεις Α. Καραβία, με τις ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο που φιλοτέχνησαν λόγω της «αγάπης τους για το έργο του ποιητή» οι ζωγράφοι-χαράκτες Γ. Βακαλό, Γ. Βελισσάρης, Δ. Γιαννουκάκης, Ι. Μόραλης, Γ. Μόσχος, Α. Τάσος, Α. Κορογιαννάκης. Το καθένα από τα δεκατέσσερα ποιήματα της συλλογής φιλοτεχνήθηκε από έναν από τους καλλιτέχνες σε τετρασέλιδο με ξυλογραφίες, κοσμήματα και πρωτογράμματα με ειδικά επιλεγμένα χρώματα.
Τέσσερις δεκαετίες μετά, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η ποίηση του Καββαδία εξακολουθεί να υπνωτίζει και να σαγηνεύει ανελλιπώς τους αναγνώστες: Η προστυχιά των λιμανιών, η ζαλιστική μυρωδιά των μπορντέλων, η βασανιστική υγρασία, οι σκοτεινές διαδρομές των περιθωριακών και καταδικασμένων, η ενοχή, η περιπλάνηση, το αξεδιάλυτο μείγμα αλήθειας και μύθου, η φθορά και το αναπόφευκτο τέλος. Πίσω, όμως, από την επίφαση της παρακμής και της φυγής, για τον Νίκο Καββαδία υπάρχει ο άνθρωπος, η μεγάλη περιπέτεια της ύπαρξης και εδώ ακριβώς είναι που πρωτοτύπησε: Κατάφερε να σκιαγραφήσει -με αδρές γραμμές- μοναχικές ανθρώπινες μορφές σε ακραίες καταστάσεις απελπισίας, απομόνωσης, μελαγχολίας, παροξυσμού και -εν τέλει- ενός πάθους έξω από τα όρια του πολιτισμού. Εκεί, δηλαδή, που κυριαρχούν οι φυσικές δυνάμεις και τα ένστικτα…
Παρουσίαση
Ενα Θέατρο Σκιών
Η γαλλική κυβέρνηση δοσίλογων του Βισύ εγκλωβισμένη στη Γερμανία το 1944
Η πτώση του Τρίτου Ράιχ είναι δεδομένη και οκτώ μήνες μετά την άφιξή τους, όλοι εκείνοι οι Γάλλοι θα προσπαθήσουν να το σκάσουν για να σώσουν το τομάρι τους
Τον Σεπτέμβριο του 1944, στο Ζιγκμαρίνγκεν, μια μικρή γωνιά της Γερμανίας που δεν είχε πληγεί ως τότε από τον πόλεμο, κάνει ξαφνικά την εμφάνισή του το πιο σκοτεινό κομμάτι της Γαλλίας: η κυβέρνηση δοσιλόγων του Βισύ με τον στρατάρχη Πεταίν, τον Λαβάλ, τους υπουργούς τους, ένα τσούρμο πολιτοφύλακες, και δύο χιλιάδες Γάλλους πολίτες οι οποίοι τους ακολούθησαν στη φυγή.
Ανάμεσά τους και ο μεγάλος συγγραφέας, αλλά φανατικός αντισημίτης, Σελίν. Ο Χίτλερ τούς εγκαθιστά στον πύργο των Χοεντσόλερν, ηγεμόνων της περιοχής εδώ και αιώνες, που εκδιώκονται βιαίως. Τη ζωή τους την παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια του Γιούλιους Στάιν, του Γερμανού αρχιοικονόμου της επιφανούς οικογένειας.
Ο Στάιν δρα αθόρυβα στα παρασκήνια, δεν σχολιάζει, αλλά ακούει, βλέπει και γνωρίζει τα πάντα. Κι ενώ οι Σύμμαχοι πλησιάζουν ταχύτατα στον Δούναβη και ο κλοιός σφίγγει, το Ζιγκμαρίνγκεν οργανώνεται και μετατρέπεται σε μικρή Γαλλία. Ξεσπάσματα, προδοσίες, φήμες για κατασκοπία, αντιζηλίες: η εξορία δεν σβήνει τα πάθη. Ορισμένοι ονειρεύονται να αποκαταστήσουν την εξουσία τους, άλλοι να εξαφανίσουν το ταραγμένο παρελθόν τους, ή να ικανοποιήσουν, ακόμη και αυτή την ύστατη στιγμή, τις φιλοδοξίες τους. Το Ζιγκμαρίνγκεν όμως δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση.
Η πτώση του Τρίτου Ράιχ είναι δεδομένη και οκτώ μήνες μετά την άφιξή τους, όλοι εκείνοι οι Γάλλοι θα προσπαθήσουν να το σκάσουν για να σώσουν το τομάρι τους. Ενα θέατρο σκιών, όπου τίποτα δεν ξεφεύγει από τη ματιά του Γιούλιους Στάιν.
Ομως, ο διακριτικός έρωτάς του για τη Ζαν Βόλφερμαν, την οικονόμο του στρατάρχη, τον οδηγεί να βγει από τη σκιά και να παίξει ενεργό ρόλο. Ο Πιερ Ασουλίν με το «Ενας πύργος στη Γερμανία ? Ζιγκμαρίνγκεν» (εκδ. Πόλις) δημιούργησε ένα απολαυστικό μυθιστόρημα υψηλών προδιαγραφών.
Πλοκή, μυστήριο και υπόγειες διαδρομές
Ενας περιθωριακός νεκρός και πειράματα με σκύλους
Σε μια συνοικία της Βαρκελώνης ένας περιθωριακός τύπος με μοναδική του συντροφιά έναν παράξενο στην όψη σκύλο, τον Εφιάλτη, πέφτει θύμα άγριου ξυλοδαρμού. Τη διαλεύκανση αυτής της φαινομενικά απλής υπόθεσης αναλαμβάνουν η επιθεωρήτρια Πέτρα Ντελικάδο με τον συνεργάτη της αστυνόμο Γκαρθόν. Αλλά στην προσπάθειά τους να ακολουθήσουν τα ίχνη του θύματος θα έρθουν αντιμέτωποι με εξαιρετικά παράδοξα στοιχεία: ο Λουθένα συναλλασσόταν με το πανεπιστήμιο πουλώντας σκυλιά για τη διενέργεια πειραμάτων. Κρύβονται, άραγε, πίσω από την υπόθεση μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες με ύποπτη δράση; Η ανακάλυψη ενός μεγάλου χρηματικού ποσού στο ερημωμένο διαμέρισμα του θύματος δεν θα τους δώσει τις απαντήσεις που χρειάζονται, αλλά θα θέσει και νέα ερωτήματα στην έρευνά τους. Το ορφανό σκυλί του, μια αυστηρή εκπαιδεύτρια σκύλων, η ιδιοκτήτρια ενός εξειδικευμένου βιβλιοπωλείου με εκδόσεις που αφορούν αποκλειστικά ζώα καθώς κι ένας γοητευτικός κτηνίατρος θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στη διαλεύκανση της υπόθεσης και θα βοηθήσουν το δίδυμο των αστυνομικών στην έρευνά τους στον σκοτεινό κόσμο παράνομης διακίνησης σκύλων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ικανοποιητικό για έναν φαν του αστυνομικού από το να ανακαλύπτει ένα νέο πρωταγωνιστικό δίδυμο αστυνομικών με εκπληκτική χημεία. Η Alicia Gimenez Bartlett με τη «Σκυλίσια μέρα» (εκδ. Μεταίχμιο) μας προσφέρει ακριβώς αυτή την ικανοποίηση με αυτό το βιβλίο.
Εκδόσεις
Βαγγέλης Ραπτόπουλος
«Λεσβία»
Κέδρος, σελ. 216
Η Βιβή είναι το παν για τη Μελίνα ώρες ώρες. Τις πιο πολλές, εδώ που τα λέμε. Τρομερή ανάσα ζωής, απόλυτη φιλία, αδελφή ψυχή, ώμος για ν’ ακουμπήσεις, σάρκα για να ποθήσεις. Πρόκειται για το χρονικό ενός παθιασμένου έρωτα ανάμεσα σε δύο φοιτήτριες. Και ταυτόχρονα το χρονικό ενός βιασμού. Η αθώα Μελίνα και η έμπειρη Βιβή, ένας ντοπαρισμένος χούλιγκαν, σημαδιακές συμπτώσεις, το βάσανο αλλά και το θαύμα, η πληγή αλλά και η δόξα της επιθυμίας.
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
«Ο Μέγας Ιεροεξεταστής»
Γκοβόστης, σελ. 78
Ο «Μέγας Ιεροεξεταστής», το πέμπτο κεφάλαιο του μνημειώδους μυθιστορήματος του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καραμάζοφ», επανακυκλοφορεί στην εξαιρετική μετάφραση του Αρη Αλεξάνδρου. Το συναρπαστικό κείμενο μπήκε στο στόχαστρο όλων των μετέπειτα μεγάλων ευρωπαίων διανοητών μια και σε αυτό ο ΝτοστογιέφσκΙ πραγματεύεται τα ουσιώδη ζητήματα της ελευθερίας της βούλησης και της πίστης, της ατελούς ανθρώπινης φύσης και της σωτηρίας.
Νοέλ Μπάξερ
«Το χνάρι που δεν έσβησε»
Διόπτρα, σελ. 656
Μια γυναίκα φορώντας παλιά νυφικά στριφογυρίζει σαν τους δερβίσηδες σε έναν χορό που ενώνει τους χρόνους. Η μαύρη πέτρα που έριξε στη θάλασσα ένας άντρας φορτωμένος με όνειρο βαρύ κατέληξε στον βυθό που δεν ξέπλυνε ούτε ξεθώριασε ούτε έσβησε τις μνήμες και τις αδικίες μιας χώρας η οποία βάδισε σπαρταρώντας από τον Μεταξά ως τη Χούντα. Σε αυτή την Ελλάδα περιφέρεται μια κοπέλα σέρνοντας τη βαλίτσα της γεμάτη αγιογραφίες της Παναγίας, κι ένας αριστερός νέος, ανίδεος τι τον περιμένει, μπαίνει σώγαμπρος στο σπίτι χουντικών, παλιών βασιλοφρόνων.
James Patterson, Michael Ledwidge
«Παιχνίδι με τη φωτιά»
Μεταίχμιο, σελ. 376
Η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ ήταν μόνο το πρώτο θύμα. Μετά τον μυστηριώδη θάνατό της, οι ισχυρότεροι άνθρωποι του πλανήτη συγκεντρώνονται στη Νέα Υόρκη για την κηδεία της. Και τότε συμβαίνει το αδιανόητο: μεγιστάνες του πλούτου, πολιτικοί και διάσημοι αστέρες συλλαμβάνονται όμηροι βάσει ενός πανούργου, θανάσιμου σχεδίου. Οι αρχές ζητούν τη συνδρομή του ντετέκτιβ Μάικλ Μπένετ, ο οποίος αντιμετωπίζει τώρα μια άκρως δυσοίωνη πρόκληση: έναν αδίστακτο εγκληματία που σκοτώνει ανενδοίαστα και ανταποδίδει όλα τα χτυπήματα της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης και του FBI εναντίον του.
Γιάννης Ξανθούλης
«Ο θείος Τάκης»
Διόπτρα, σελ. 424
Τον θείο Τάκη δεν τον συνάντησα ποτέ. Αλλοι λένε πως χάθηκε στην Κορέα, άλλοι πως ζει και καμιά φορά περνά να δει την αδερφή του, τη θεία Τέτη, που ζει στην Πόλη, άλλοι πως τον βλέπουν στα παλιά καφενεία της Ομόνοιας. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο θείος Τάκης έγινε θρύλος στην οικογένειά μας.
Στο μεταξύ, συνέβησαν πολλά από τον καιρό που το όνομά του μπλέχτηκε στη ζωή μας αινιγματικά και νοσταλγικά. Εγώ υποπτεύομαι ότι μας παρακολουθεί σφυρίζοντας σκοπούς που ακούγονταν στα νιάτα του, δηλαδή στις αρχές του πενήντα. Τότε που ξεκίνησε η ιστορία.
Ντάνιελ Μέντελσον
«Περιμένοντας τους βαρβάρους»
Πατάκη, σελ. 592
«Η άλλοτε δυσχερής, άλλοτε γόνιμη συνάντηση ανάμεσα στον αρχαίο και στον σύγχρονο κόσμο αποτελεί, από πολλές απόψεις, τη βασική θεματική που συνδέει τα είκοσι τέσσερα δοκίμια της συλλογής αυτής, που με μεγάλη χαρά παρουσιάζω για πρώτη φορά στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας, μιας χώρας της οποίας η κουλτούρα, τόσο η αρχαία όσο και η σύγχρονη, διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό το πώς γράφω και το πώς ζω. Ορισμένα από τα κείμενα του βιβλίου είναι, αναπόφευκτα, αφιερωμένα στον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας».

Αφήστε μια απάντηση